- φιλόπτολις
- -ι, Α(ποιητ. τ.) βλ. φιλόπολις·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόπτολις — φιλόπολις loving the city masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπολις — ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α (λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχ. 1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι η αγάπη προς την πόλη, προς την … Dictionary of Greek